- σταράτος
- -η, -οεπίρρ. -α1. σιταρόχρωμος, καστανός.2. «σταράτα λόγια», σαφή και ειλικρινή.3. το επίρρ. σταράτα ολοκάθαρα, καθαρά και ξάστερα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.