σταράτος

σταράτος
-η, -ο
επίρρ.
1. σιταρόχρωμος, καστανός.
2. «σταράτα λόγια», σαφή και ειλικρινή.
3. το επίρρ. σταράτα ολοκάθαρα, καθαρά και ξάστερα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σταράτος — και σιταράτος, η, ο Ν, [σιτάρι/ στάρι] 1. αυτός τού οποίου το δέρμα έχει το χρώμα τού σταριού, ο ανοιχτός μελαχρινός 2. (για ψωμί) σταρένιος 3. μτφ. (για λόγους) σαφής, ξεκάθαρος («λόγια σταράτα»). επίρρ... σταράτα ξεκάθαρα, με σαφήνεια, χωρίς… …   Dictionary of Greek

  • σιταράτος — η, ο, Ν βλ. σταράτος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”